σκηνίτῃ

σκηνίτῃ
σκηνί̱τῃ , σκηνίτης
dweller in tents
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαστορόπουλο — το 1. νεαρό άτομο που μαθαίνει μια τέχνη κοντά σε έναν μάστορα, βοηθός, παραγιός, μαθητευόμενος 2. (ιδίως για τους γύφτους) ο γιος τού μάστορα, τού σκηνίτη σιδηρουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + υποκορ. κατάλ. πουλο* (πρβλ. κοτό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • σκηνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σκηνίτισσα Ν, θηλ. σκηνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ζει σε σκηνή ή καλύβα 2. συνεκδ. νομάδας αρχ. 1. φτωχός, άπορος άνθρωπος 2. ο κάτοχος στάβλου 3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή («σκηνίτῃ δὲ βίῳ χρῶνται», Διόδ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”